- νηκτός
- -ή, -ο (ΑΜ νηκτός, -ή, -όν)αυτός που κολυμπά στο νερόνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το νηκτό(ν)βιολ. το άθροισμα τών πελαγικών ζώων τα οποία κολυμπούν ενεργητικά και ανεξάρτητα από την κίνηση τών υδάτινων μαζών που τά περιβάλλουνμσν.το ουδ. ως ουσ. ψάριαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. η φυσική ιδιότητα ή επιτηδειότητα στην κολύμβηση, η ικανότητα τού να κολυμπά κανείς2. (κατ' επέκτ.) αυτός που πετά στον αέρα («τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω. Ο τ. στο ουδ. νηκτό(ν) ως νεοελλ. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nekton / necton < νηκτός < νήχω «κολυμπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.